κυανίζον

κυανίζον
κυανίζω
pres part act masc voc sg
κυανίζω
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) …   Dictionary of Greek

  • αλλοϋσίτης — Πυριτικό ορυκτό, του τύπου Αl4[Si4Ο10(ΟΗ)8]·4Η2Ο, που ανήκει στην ομάδα των υδροκαολινών. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό σύστημα και παρουσιάζεται σε ελασματώδεις άμορφες μάζες. Συνήθως έχει χρώμα λευκό, μερικές όμως φορές αυτό αλλάζει (κίτρινο… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՊՈՒՏԱԿԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 1056 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. κυανίζον caeruleum. Կապուտակ գունով. երկնագոյն, եւ մորենագոյն. *Զպատուանդան ոտիցն կապուտագոյն ականակերպ աղիւսանման. Ագաթ.: *Ի վարդին՝ կարմրութիւն, եւ ʼի շուշանին՝ սպիտակութիւն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”